- κογχίον
- κογχίονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κογχίον — κογχίον, τὸ (Α) μικρή κόγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχη + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek
κογχία — κογχίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κογχίων — κογχίον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόγχη — και κόχη, η (AM κόγχη) 1. το κέλυφος τών μαλακίων υδροβίων και ιδιαίτερα τών διθύρων, κοχύλι, όστρακο («ἰχθύες τε ἐν ἀμφοτέροις ἔνεισι καὶ κόγχαι», Ξεν.) 2. καθετί που μοιάζει με κοχύλι ως προς το σχήμα και ιδιαίτερα κάθε κοίλωμα οστού ή οργάνου… … Dictionary of Greek